συνοίκημα

συνοίκημα
-ήματος, τὸ, Α [συνοικῶ]
1. η συγκατοίκηση
2. το άθροισμα αυτών που συγκατοικούν, που ζουν από κοινού, η κοινότητα τών ανθρώπων που ζουν μαζί («νομίσας δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνοίκημα — that with which one lives neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”